- άρροια
- ἄρροια, η (Α)περίοδος διακοπής των εμμήνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -ρροια < ρόFος-ρους < ρέω (πρβλ. αιμόρροια, υδρόρροια κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρροίας — ἀρροίᾱς , ἄρροια amenorrhoea fem acc pl ἀρροίᾱς , ἄρροια amenorrhoea fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρροίης — ἄρροια amenorrhoea fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίρροια — η (AM ἐπίρροια) επιρροή, εισροή μέσα σε κάτι νεοελλ. 1. επίδραση, επηρεασμός 2. κύρος, επιβολή μσν. επιδρομή αρχ. 1. (για ποτάμι) ρεύμα 2. μτφ. αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρροια < ρόFoς ρους < ρέω (πρβλ. αιμόρροια, άρροια, υδρόρροια κ.ά.)] … Dictionary of Greek